- ἀνισχύρους
- ἀνίσχυροςnot strongmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… … Dictionary of Greek
φαμέγιοι — οι, Ν (παλαιότερα) (στη Μάνη) τάξη που απαρτιζόταν από ανίσχυρους κοινωνικά και οικονομικά πολίτες, οι οποίοι, κατά μία παράδοση, ήταν απόγονοι μετοίκων και, επειδή είχαν ανάγκη από προστάτη, προσκολλώνταν στους νυκλιάνους, στην τάξη τών ευγενών… … Dictionary of Greek
Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… … Dictionary of Greek
χάνω — έχασα, χάθηκα, χαμένος, η, ο 1. παύω να έχω κάτι, το στερούμαι: Έχασα το ρολόι μου. 2. ζημιώνομαι, στερούμαι ευχαρίστηση: Έχασες που δεν ήρθες. 3. φρ., «Τα χάνω», σαστίζω. 4. παροιμ., «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες τι ζητάτε;», για ανίσχυρους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)